Ο Όσκαρ είναι ένας φιλόδοξος νέος που βρίσκεται στην 3η δεκαετία της ζωής του. Είναι συγγραφέας, ποιητής και έχει κάνει εκτενείς σπουδές. Τον τελευταίο καιρό έκρινε από συζητήσεις με την μητέρα του και τον πατέρα του, πως οι γονείς είναι πραγματικά ευτυχισμένοι όταν το παιδί τους μπορεί να κινείται και να προχωράει χωρίς να χρειάζεται τη δική τους βοήθεια, πρωταρχικά με μία αυτονομία που ξεκινάει από την ψυχολογία της σκέψης. Για το λόγο αυτό μεταμορφώνεται σε νάνο, ταξιδεύει στην Παραμυθούπολη και προσπαθεί να αποκτήσει το δικό του κολοκυθόσπιτο στο παραμυθοχωριό. Η αποστολή αυτή θα τον προικίσει με όλα τα εφόδια ώστε να καταφέρει να ανταποκριθεί στον πραγματικό κόσμο καλύτερα απ’ ότι στον φανταστικό.
«Καλημέρα σας» αποκρίνεται στους περαστικούς που κυκλοφορούν το πρωί στην πλατεία του χωριού για να πάνε στο αρτοπωλείο.
«Καλημέρα» απαντάει ένας κύριος με καπέλο ανάμεσα σε ξωτικά, καλικάτζαρους και σκιουράκια που έχουν μάθει να καβαλάνε στα δέντρα.
«Που μπορώ να βρω τον αλχημιστή;» ρωτάει ο Όσκαρ τη μαγείρισσα του καταστήματος δίπλα στο αρτοπωλείο.
«Δεν έχει βγει ακόμα από το σπίτι του», συνεχίζει εκείνη παραπέμποντάς τον στα μαγικά σπιτάκια μετά την πλατεία. «Προλαβαίνεις αν τρέξεις» του λέει χτυπώντας τον φιλικά στον ώμο.
Ο Όσκαρ αν και μεταμορφωμένος σε νάνο, συνέχιζε να έχει τη συνείδηση και τις σκέψεις που είχε όταν ήταν μεγάλος. Ήξερε πως βοήθεια θα έβρισκε μόνο στο παραμυθοχωριό σε ότι έχει να κάνει με την εκπλήρωση της αποστολής του.
«Οι γονείς μου το έλεγαν αλλά δεν τους είχα ακούσει», σκέφτεται από μέσα του.
«Πως θα ξυπνήσει η δύναμη μέσα σου, Όσκαρ;» τον είχε ρωτήσει η μητέρα του ένα απόγευμα στον καναπέ.
Ο Όσκαρ τελευταία μεταφέρεται από το ένα βιβλίο στο άλλο και από το ένα μάθημα στο άλλο, κερδίζοντας περιστασιακά και παροδικά αποτελέσματα, στη συνέχεια όμως επιστρέφει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε στην αρχή.
«Ξέρεις τι διάβασα σε ένα βιβλίο;» απαντάει ο Όσκαρ με ερώτηση στη μητέρα του πριν συνεχίσει. «Χρειάζεται σύνθεση».
«Αν είχες τη σύνθεση από την πρώτη μέρα, η προσπάθεια θα ήταν ευκολότερη» αποκρίνεται η Πέλα, η μητέρα του.
Καθώς οι σκέψεις και οι διάλογοι είχαν επαναφερθεί στη μνήμη του, ο Όσκαρ περπατώντας πλησιάζει το σπίτι του αλχημιστή. Αφού ο Τζόσουα ο αλχημιστής τον καλωσορίσει, η συζήτηση ξεκινάει να περιστρέφεται γύρω από τα μάγια, την αλχημεία και την επεξεργασία της σκόνης.
«Προσπαθώ με τον τρόπο αυτό να αποκτήσω το δικό μου κολοκυθόσπιτο», συνεχίζει ο Όσκαρ ανακαλύπτοντας την διστακτικότητα του αλχημιστή στην έκφραση του προσώπου του.
«Μόνο με τη βοήθεια ενός αλχημιστή μπορείς να το πετύχεις», συνεχίζει ο Τζόσουα. «Και όχι μόνο με το πείραμα», ολοκληρώνει ο αλχημιστής καθώς βλέπει τον Όσκαρ πρόθυμο να επιχειρήσει τα πάντα.
Ο Όσκαρ είχε εκφράσει την επιθυμία να είναι τυχερός στη ζωή του. Την ίδια ακριβώς φαντασίωση βρισκόταν τώρα να επικαλείται μπροστά στον αλχημιστή.
«Πρέπει να είσαι φιλομαθής, συνεπής αλλά και να προσπαθείς αδιάκοπα να είσαι πρωτογενής στον τρόπο σκέψης σου», του απαντάει ετοιμάζοντας τον πάγκο με το υλικό.
«Τι εννοείς;» ρωτάει ο Όσκαρ τον Τζόσουα.
«Πρόκειται για 3 διαφορετικά πειράματα που θα επιχειρήσουμε μαζί με βάση αυτό το σεντούκι με τη σκόνη» συνεχίζει ο αλχημιστής.
Καθώς ο Όσκαρ έβλεπε τον Τζόσουα να μεταφέρει το σεντούκι πάνω στον πάγκο, συνέχισε να τον παρατηρεί καθώς αυτός το άνοιξε και έφερε δίπλα του ένα μαγικό ραβδί.
Ο Τζόσουα άρχισε να συμπιέζει τη σκόνη με τα χέρια του ή να την αναδεύει με το μαγικό ραβδί.
«Είναι καταπληκτικό!» αναφωνεί με έκπληξη ο Όσκαρ καθώς έβλεπε πως ο αλχημιστής με τις κινήσεις αυτές εμφάνιζε μαγικές εικόνες, προβολές της Παραμυθούπολης στο χώρο.
Μουσική ακούστηκε στο δωμάτιο καθώς οι κάτοικοι του χωριού χόρευαν και έτρωγαν σε ένα μαγεμένο γλέντι.
«Βλέπεις τι μπορείς να κάνεις με απλές συμπιέσεις και αναδεύσεις;» λέει ο αλχημιστής στο νέο, καθώς το δωμάτιο συνέχιζε να γεμίζει με μαγικές εικόνες.
Σειρά τώρα είχε η αστρονομία, τα επιστημονικά απόκρυφα αλλά και η δημιουργία της μαγικής φύσης του παραμυθοχωριού.
«Αυτό θα κάνω κι εγώ;» ρωτάει με απορία ο Όσκαρ φέρνοντας στη μνήμη του τα τρία πειράματα που του είχε πει ο Τζόσουα, φιλομάθεια, συνέπεια, πρωτογένεια. «Με ποιο τρόπο; Και τι σημαίνουν οι τρεις αυτές λέξεις;»
«Ας ξεκινήσουμε από τη φιλομάθεια Όσκαρ» απαντάει ο αλχημιστής καθώς είχε παρακολουθήσει ήδη τη συζήτηση του νέου με τους γονείς του. «Είναι λίγα τα γνωστικά πεδία σε σχέση με ότι έχεις μάθει, που να μπορούν να συνθέσουν γνώση πέραν του αντικειμένου τους.»
«Και με τη συμπίεση και την ανάδευση της σκόνης θα την αποκτήσουν;» συνεχίζει ο Όσκαρ λίγο πιο μπερδεμένος από ότι ήταν στην αρχή.
Ο Τζόσουα άρχισε να συμπιέζει την ύλη και να την αναδεύει με το μαγικό ραβδί, με διαφορετικό βαθμό και έκταση κάθε φορά, επικεντρωμένος τώρα όχι στις μαγικές εικόνες που παράγονταν αλλά στο πείραμα με τα χέρια.
Ο Όσκαρ πλέον ως ο μαθητευόμενος του μάγου παρακολουθούσε τη διαδικασία που σε λίγο θα άρχιζε να εκτελεί ο ίδιος.
«Μόνο ένας αλχημιστής ή ένας μαθητευόμενός του έχει την ικανότητα να συνθέτει» συνεχίζει ο μάγος. «Και αυτό σίγουρα δεν το έχεις μάθει σε όλα τα σχολεία, αλλά σε κάποια λίγα», του απαντάει με μία αινιγματική επιδοκιμασία στο πρόσωπο.
Ο Όσκαρ ξαναθυμάται τη μελέτη του και το διάβασμά του.
«Και γιατί δεν τα έχω καταφέρει μέχρι τώρα;» αποκρίνεται μελαγχολικά.
«Ίσως γιατί είναι κάτι βαθύτερο και από την ίδια την αλχημεία. Θέλεις να ξεκινήσεις όπως σου έδειξα;» παροτρύνει ο αλχημιστής τον Όσκαρ καθώς αυτός πλησίαζε το σεντούκι με τη σκόνη και το ραβδί.
Με μικρές συμπιέσεις άρχισε να αναπαράγει στιγμές ψυχαγωγίας. Το δωμάτιο γέμισε με εικόνες ψυχαγωγίας όπου όλοι οι κάτοικοι της Παραμυθούπολης περνούσαν όμορφα. Μόλις μεγάλωνε το βαθμό συμπίεσης η σκόνη μετέτρεπε την ψυχαγωγία σε εργασία…
«Τζόσουα! Η σκόνη με κατευθύνει!» αναφώνησε με έκπληξη ο Όσκαρ καθώς αντιλαμβανόταν καλύτερα τη σχέση αιτίου αιτιατού.
Σημασία πλέον δεν είχαν απλά τα τρία πειράματα. Άρχισε να αναπαράγει τα ισοδύναμα που θα του έδιναν το δικαίωμα στο κολοκυθόσπιτο. Μάγοι, ξωτικά, αρκούδες, ομιλούντα ζώα, φυλές αλλά και πολεμιστές είχαν γεμίσει το χώρο ως στοιχεία του παραμυθοχωριού. Σημασία είχε ο τρόπος του τελικού αποτελέσματος και αυτός ακόμη απείχε.
«Πολλά ακούγονται Όσκαρ για τη διευρυμένη αντίληψη. Πολλά ακούγονται για τον πλουραλισμό και τη δημοκρατία, λίγοι όμως είναι οι αλχημιστές που τα καταφέρνουν» συνέχισε ο Τζόσουα καθώς γινόταν ακόμα πιο επίμονος κατευθύνοντας τα χέρια και το ραβδί του Όσκαρ. «Πρέπει να καταλάβεις πως δύο άνθρωποι δεν είναι ποτέ ίδιοι, ούτε στην ταυτότητά τους, ούτε στις σκέψεις τους, ούτε στις διαδικασίες με τις οποίες λειτουργούν» συνεχίζει με κοφτό τρόπο. «Το πείραμα θα σου δείξει τον τρόπο».
«Και τι σχέση έχουν αυτά με το κολοκυθόσπιτο;» συνεχίζει με δυσπιστία ο νεαρός αλχημιστής. «Εδώ μιλάμε για οικοδομή και όχι για απλά μάγια»
Καθώς ο Τζόσουα αντικατέστησε τον Όσκαρ αναλαμβάνοντας τα ηνία με τη σκόνη, έξαφνα το δωμάτιο γέμισε με τις εικόνες ενός μαγικού τραπεζιού, το τραπέζι ενός λέοντα, ένα τραπέζι στο οποίο δεν υπάρχει ανάθεμα και ένα τραπέζι στο οποίο βρίσκονταν όλα τα άτομα με τα οποία είχε αλληλεπιδράσει κατά καιρούς ο Όσκαρ, στο σχολείο, στη δημιουργική του πορεία αλλά και στο περιβάλλον του. Ένα τραπέζι γεμάτο φαγητό, ποτά, με ένα διάχυτο μπλε φως γύρω από αυτό.
«Είπες κάτι για τη γνώση και το σχολείο Όσκαρ» αποκρίνεται ο αλχημιστής καυστικά. «Τώρα βρες τον τρόπο να γυρίσεις πίσω» συνεχίζει συγκινημένος.
«Η γνώση είναι δύναμη» απαντάει ο Όσκαρ. «Χρειάζονται πολλά στάδια για να φθάσουμε, κάποια στιγμή στη σύνθεση» συνεχίζει με αυτοπεποίθηση.
Καθώς ο Όσκαρ πήρε το σεντούκι με τη σκόνη από τα χέρια του Τζόσουα για να αναλάβει τη διαδικασία ο ίδιος, συνειδητοποιεί έντρομος πως δεν έχει τη δυνατότητα να συνθέσει, μπορεί όμως να το πετύχει με πολύ υψηλό βαθμό συμπίεσης.
«Σάλα κατζού λα μέτσικα μπου, λα ένα κολοκυθόσπιτο μπου. Βάλτα μαζί και τι θα πετύχεις, ένα κολοκυθόσπιτο μπου» λέει ο Τζόσουα αμέσως μετά τις κινήσεις του Όσκαρ σε μία γλώσσα μαγική και ακαταλαβίστικη. Έξαφνα ο χώρος τραντάζεται και το σεντούκι με τη σκόνη εξαφανίζεται.
«Τι έκανες;» τον ρωτάει έντρομος.
«Μπορείς να βρεις το κολοκυθόσπιτο που ήθελες από την αρχή στο τέλος του μονοπατιού, μετά την πλατεία, περίπου στο μέσο της κατοικημένης περιοχής!»
«Τζόσουα, ευχαριστώ πολύ!» αναφωνεί κραυγαλέα ο Όσκαρ αγκαλιάζοντας τον αλχημιστή.
Έχοντας πλέον ο Όσκαρ αποκτήσει τις πραγματικές του διαστάσεις, λυπήθηκε που δεν ήταν πια νάνος για να βρεθεί ξανά στο παραμυθοχωριό και να συνομιλήσει με τους κατοίκους του, με τα ζώα, τα ξωτικά και να περάσει όμορφα.
Έχοντας όμως μάθει το μάθημά του πλέον συνειδητοποιεί πως καμιά φορά η υπερπροσπάθεια και η υπερπαραγωγικότητα δεν προκύπτουν από ένα θετικό μάθημα, αυτό της σύνθεσης εν προκειμένω, αλλά από ένα ελάττωμα.
Ακόμα και αυτός ο άνθρωπος, δεν μπορούσε μέχρι πρότινος να συνθέσει.
«Νομίζω ήρθε η ώρα να μπουν τα πράγματα στη θέση τους» επαναλαμβάνει ο Όσκαρ δυνατά καθώς κατευθύνεται στο σαλόνι που καθόταν η μητέρα του.